- ὅρκισμα
- ὅρκ-ισμα, ατος, τό,A conjuration, in pl., Tab.Defix.Aud.41 A15 (Megara, i/ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όρκισμα — ὅρκισμα, τὸ (Α) [ορκίζω] (ιδίως στον πληθ.) τὰ ὁρκίσματα εξορκισμός … Dictionary of Greek